- αχταρμάς < τουρκική aktarma (μεταβίβαση)
[] Ουσιαστικό
αχταρμάς αρσενικό και ακταρμάς
- ανακάτεμα, μπέρδεμα, ανάμιξη· χρησιμοποιείται συνήθως με αρνητική έννοια, όταν γίνεται κακή ανάμιξη υλικών, όταν γενικότερα αντί να διευθετηθεί μια κατάσταση γίνεται "άνω-κάτω" και επικρατεί τελικά σύγχυση
[]
big mix-up
No comments:
Post a Comment