τσαλιμάκι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τσαλιμ(τσαλίμι) -άκι] υποκοριστικό του τσαλίμι, το χαριτωμένο τσαλίμι.
http://www.livepedia.gr/index....%CE%B9%CE%BC%CE%AC%CE%BA%CE%B9
τσαλίμι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τσαλιμ(τουρκ. λ. calim = επίδειξη) -ι]
η επιδέξια, η επιτηδευμένη κίνηση στο χορό
το νάζι, το σκέρτσο, το κούνημα, η μαργιολιά: απόσπασμα από το έργο του Βάρναλη "Το φως που καιεί" "όλη τσιτσίδι, πίσω μπρος, κάνεις ανείπωτα τσαλίμια"
http://www.translatum.gr/forum/index.php?PHPSESSID=db162b9daef536647e5aaedd520888da&topic=213466.0#ixzz2COnnk0Dz
No comments:
Post a Comment