so many meanings! heard it when Lina Nikolakopoulou said that a "cinematographic" aspect is attributed/ascribed to her poetry.
NOTE: This dictionary is currently only English to Greek.
Here are the lines from the English to Greek side that include 'προσάπτω'.
Here are the lines from the English to Greek side that include 'προσάπτω'.
WordReference English-Greek Dictionary © 2012:
Matching entries from other side of dictionary | ||
charge vtr | (accuse) κάποιον για κάτι | κατηγορώ ρ.μετ. |
κάτι σε κάποιον | καταλογίζω, προσάπτω, χρεώνω ρ.μετ. | |
Note: προσάπτω: αόρ. προσήψα, απαρ. προσάψει, παθ. μόνο στον ενεστώτα | ||
The police charged the man with a crime. | ||
Η αστυνομία κατηγόρησε τον άντρα για το έγκλημα. | ||
Η αστυνομία καταλόγισε (or: προσήψε, or: χρέωσε) το έγκλημα στον άντρα. | ||
append vtr | (add to ) προσθέτω | επισυνάπτω, προσάπτω ρ.μετ. |
καθομιλουμένη | βάζω ρ.μετ. | |
ascribe vtr | (assign, attribute) | αποδίδω ρ.μετ. |
αρνητική έννοια | προσάπτω, καταλογίζω ρ.μετ. | |
impute vtr | (attribute) | αποδίδω ρ.μετ. |
με αρνητική σημασία | καταλογίζω, προσάπτω ρ.μετ. | |
add on, add-onvtr | (append) | επισυνάπτω, προσάπτω, προσθέτω ρ.μετ. |
charge with vtr | (police: accuse of) | καταγγέλω, κατηγορώ, προσάπτω κατηγορία |
No comments:
Post a Comment