- πρέζα < από το ιταλικό presa < prendere
πρέζα θηλυκό (πληθυντικός : πρέζες)
- μικρή ποσότητα από ένα υλικό σε σκόνη ή σε κόκκους που μπορεί να πιάσει κανείς με τα δάχτυλα
- ρίξε στο φαγητό μια πρέζα αλάτι
- μια πρέζα ταμπάκο
- η ηρωίνη
1. "pinch": small amount of any substance in powder form, or granular, such that you can take a pinch of it, as of salt or tabacco
2. heroin
I actually learned it from this song, in whose comments section someone apparently compares Vamvakaris's music to heroin (high praise, eh?).
No comments:
Post a Comment