φάκα FAH-KA, from the Turkish fak, trap. The second definition is "to be caught red-handed"
η [fáka] Ο25 : η ποντικοπαγίδα, ιδίως αυτή που μοιάζει με μικρό κλουβί, μέσα στο οποίο παγιδεύεται ζωντανό το ποντίκι. ΦΡ πιάστηκε (σαν τον ποντικό) στη ~: α. παγιδεύτηκε (χωρίς δυνατότητα διαφυγής). β. πιάστηκε επ΄ αυτοφώρω, αποκαλύφτηκε, ενώ σχεδίαζε ή πραγματοποιούσε κτ. κακό.
η [fáka] Ο25 : η ποντικοπαγίδα, ιδίως αυτή που μοιάζει με μικρό κλουβί, μέσα στο οποίο παγιδεύεται ζωντανό το ποντίκι. ΦΡ πιάστηκε (σαν τον ποντικό) στη ~: α. παγιδεύτηκε (χωρίς δυνατότητα διαφυγής). β. πιάστηκε επ΄ αυτοφώρω, αποκαλύφτηκε, ενώ σχεδίαζε ή πραγματοποιούσε κτ. κακό.
[τουρκ. fak -α θηλ. κατά το παγίδα]
No comments:
Post a Comment