From the definition of rodent below, the meaning of this word was obvious, but I thought I'd get a clear definition--it means to annex, misappropriate, usurp. "The treasurer is accused of having misappropriated the company's money."
ιδιοποιούμαι [iδiopiúme] Ρ10.9β : χρησιμοποιώ κτ. αυθαίρετα και σαν να ήταν δικό μου, ενώ ανήκει σε άλλον, για να ωφεληθώ· (πρβ. οικειοποιούμαι): Kατηγορείται ότι ως ταμίας της επιχείρησης ιδιοποιήθηκε χρήματα πελατών.
ιδιοποιούμαι [iδiopiúme] Ρ10.9β : χρησιμοποιώ κτ. αυθαίρετα και σαν να ήταν δικό μου, ενώ ανήκει σε άλλον, για να ωφεληθώ· (πρβ. οικειοποιούμαι): Kατηγορείται ότι ως ταμίας της επιχείρησης ιδιοποιήθηκε χρήματα πελατών.
No comments:
Post a Comment