A catalogue of new words I learn in Greek and English. This is the public blog of Joanna Eleftheriou (Ιωάννα Ελευθερίου). I welcome comments that help refine my understanding of these words' nuances and usage. Thanks!
Saturday, January 22, 2022
ξεπαστρεύω
ξεπαστρεύω [ksepastrévo] -ομαιΡ5.2: (οικ.) σκοτώνω, αφανίζω: H επιδημία κόντεψε να ξεπαστρέψει ολόκληρο το χωριό. Tον απείλησαν ότι θα τον ξεπαστρέψουν. Bάλαμε φάρμακο για να ξεπαστρέψουμε τις κατσαρίδες.
No comments:
Post a Comment