καταπραΰνω [katapraíno] -ομαι Ρ8.1 : μετριάζω την ένταση με την οποία εκδηλώνεται μια σωματική ή ψυχική αντίδραση: Φάρμακα που καταπραΰνουν τους πόνους / τα νεύρα, κατευνάζουν. Προσπάθησα να τον ~, να τον ηρεμήσω. Tίποτε δεν μπορεί να καταπραΰνει τον ψυχικό του πό νο.
love when radio announceers use really complicated words... calm i think is the meaning.
No comments:
Post a Comment