clause on a contract
Πίνακας περιεχομένων
[Απόκρυψη]Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ρήτρα | ρήτρες |
γενική | ρήτρας | ρητρών |
αιτιατική | ρήτρα | ρήτρες |
κλητική | ρήτρα | ρήτρες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρήτρα < αρχαία ελληνική ῥήτρα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρήτρα θηλυκό
No comments:
Post a Comment