Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεκλέτι ουδέτερο
- "από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στον ναργιλέ"
- "...σεκλέτια διώχνει ο μπαγλαμάς..."
A catalogue of new words I learn in Greek and English. This is the public blog of Joanna Eleftheriou (Ιωάννα Ελευθερίου). I welcome comments that help refine my understanding of these words' nuances and usage. Thanks!
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ρήτρα | ρήτρες |
γενική | ρήτρας | ρητρών |
αιτιατική | ρήτρα | ρήτρες |
κλητική | ρήτρα | ρήτρες |
mop of hair n | slang, figurative (thick hair) (μαλλιά) | τσουλούφι ουσ ουδ |
τούφα ουσ θηλ | ||
The boy had a thick mop of hair. | ||
wisp n | (loose strand: of hair) (μαλλιών) | τούφα ουσ θηλ |
τσουλούφι ουσ ουδ | ||
Sarah brushed a wisp of hair away from her face. | ||
cowlick n | (curl or tuft of hair) | τούφα ουσ θηλ |