A catalogue of new words I learn in Greek and English. This is the public blog of Joanna Eleftheriou (Ιωάννα Ελευθερίου). I welcome comments that help refine my understanding of these words' nuances and usage. Thanks!
Τουμπεκί (τουρκ.tömbeki) λέγεται ο καπνός που χρησιμοποιούν στον αργιλέ. Στα καφενεία μέχρι τον μεσοπόλεμο ήταν διαδεδομένος ο αργιλές. Εκεί το τουμπεκί το έκοβε ο παρασκευαστής του, ο «ταμπής», σε πολύ μικρά κομμάτια. Ο βαθμός στον οποίο το «ψιλοέκοβε» φανέρωνε την τέχνη του, έτσι ώστε όσο πιο ψιλοκομμένο ήταν το τουμπεκί τόσο καλύτερη θεωρούνταν η ποιότητά του.
Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.
(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).
- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι; - Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.
toubeki, from turkish, tobacco that goes in the narghile/ hookah. also slang use "make toubeki" means keep quiet because you can't smoke hookah and talk a t the same time