- τσίπα < σλαβική tsipa
Ουσιαστικό[]
τσίπα θηλυκό
- η πέτσα
- η κρούστα στην επιφάνεια ρευστών ή υγρών (γάλακτος, γιαουρτιού)
- λεπτός λιπώδης υμένας γύρω από τα σπλάχνα ζώου
- λεπτός λιπώδης υμένας στο πρόσωπο νεογέννητων
- (τριγωνικό) μαντίλι (κυρίως κεφαλομάντιλο) γυναικών, τσεμπέρι
- (μεταφορικά) το φιλότιμο, η ντροπή, η συστολή
- αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τσίπα, μας κοροϊδεύει πρώτα και μετά κάνει ότι δε σ
No comments:
Post a Comment