A catalogue of new words I learn in Greek and English. This is the public blog of Joanna Eleftheriou (Ιωάννα Ελευθερίου). I welcome comments that help refine my understanding of these words' nuances and usage. Thanks!
Wednesday, November 6, 2013
Μπεσαλίκι
Μπεσαλίκι
μπεσαλίκι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μπεσα (μπέσα) -λίκι] το να είναι κάποιος μπεσαλής, να κρατάει το λόγο του, να είναι άξιος της εμπιστοσύνης των άλλων
how to translate? Truthiness? An aptitude for honesty?
No comments:
Post a Comment