. τσίλιες
Ετυμολογικά, η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. ουδ. ciglio 'βλεφαρίδα, βλέφαρο', πληθ. ciglia]. Συχνά συναντάται και το ουσιαστικό «τσιλιαδόρος», αυτός δηλαδή που κρατάει τσίλιες.
1. Τίτλος διαδικτυακού άρθρου:
Αστυνομικός έπαιρνε «μισθό» 3.000€ για να κρατά τσίλιες σε «φρουτάκια».
2. Ρεμπέτικο άσμα «Της μαστούρας ο σκοπός»
«...με τη σειρά μου θα τον πιω
τώρα τις τσίλιες μου κρατώ..»
3. Εκ του διαδικτυακού αστυνομικού δελτίου:
Στις Συκιές, ο τσιλιαδόρος δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Έτσι, αστυνομικοί τον συνέλαβαν, μαζί με έξι τζογαδόρους και τον ιδιοκτήτη καφενείου, όπου έπαιζαν ζάρια, με 7.500 ευρώ.
Αστυνομικός έπαιρνε «μισθό» 3.000€ για να κρατά τσίλιες σε «φρουτάκια».
2. Ρεμπέτικο άσμα «Της μαστούρας ο σκοπός»
«...με τη σειρά μου θα τον πιω
τώρα τις τσίλιες μου κρατώ..»
3. Εκ του διαδικτυακού αστυνομικού δελτίου:
Στις Συκιές, ο τσιλιαδόρος δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Έτσι, αστυνομικοί τον συνέλαβαν, μαζί με έξι τζογαδόρους και τον ιδιοκτήτη καφενείου, όπου έπαιζαν ζάρια, με 7.500 ευρώ.
No comments:
Post a Comment