ξεπαστρεύω [ksepastrévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) σκοτώνω, αφανίζω: H επιδημία κόντεψε να ξεπαστρέψει ολόκληρο το χωριό. Tον απείλησαν ότι θα τον ξεπαστρέψουν. Bάλαμε φάρμακο για να ξεπαστρέψουμε τις κατσαρίδες.
Read it in Smyrni:
A catalogue of new words I learn in Greek and English. This is the public blog of Joanna Eleftheriou (Ιωάννα Ελευθερίου). I welcome comments that help refine my understanding of these words' nuances and usage. Thanks!
ξεπαστρεύω [ksepastrévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) σκοτώνω, αφανίζω: H επιδημία κόντεψε να ξεπαστρέψει ολόκληρο το χωριό. Tον απείλησαν ότι θα τον ξεπαστρέψουν. Bάλαμε φάρμακο για να ξεπαστρέψουμε τις κατσαρίδες.
Read it in Smyrni:
Αυτός που περνάει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στα μπαρ.
- Ο Μήτσος βρωμάει ουίσκυ ή μου φαίνεται; Αλκοολικός είναι;
- Μπα! Μπαρόβιος είναι!
Same interview with Nikolopoulos
sunny
listening to an interview with Christos Nikolopoulos, he said he always had pets, even when he was younger and living in an apartment. Now that he's one of the most successful composers in modern Greek history, he can afford a sunny (ευήλιο) house with a yard, and his dogs are happier than ever.
ταπί άκλιτο
Anna used this to denote a paying passenger on a public conveyance and acknowledged that it's UK usage.