αρωγή η [arojí] Ο29 : (λόγ.) βοήθεια, συνήθ. οικονομική: Tα άπορα και ηλικιωμένα άτομα έχουν ανάγκη από την κρατική ~. Tαμείο αρωγής, ασφαλιστικό ταμείο. Δικαστική ~, δικαστική συνδρομή.
[λόγ. < αρχ. ἀρωγή `βοήθεια (όχι οικονομική)΄]
A catalogue of new words I learn in Greek and English. This is the public blog of Joanna Eleftheriou (Ιωάννα Ελευθερίου). I welcome comments that help refine my understanding of these words' nuances and usage. Thanks!