Thursday, June 22, 2017

αχνιστός / αχνός

tassos used this word at Archondissa last night to describe how the cod was cooked, and it has something to do with baking it in not much water, something to do with steaming / fuming... 

ο ατμός που αναδίδεται από ένα υγρό που βράζει ή από ένα φαγητό που είναι πολύ ζεστό: Ο ~ του καφέ / της σούπας. Θάμπωσαν τα τζάμια της κουζίνας από τους αχνούς. 2. ο αέρας της εκπνοής, συνήθ. όταν η ατμόσφαιρα είναι ψυχρή.

που αχνίζει, που βγάζει αχνούς: Tο αίμα κυλούσε αχνιστό από την ανοιχτή πληγή. 2. (μαγειρ.) για φαγητό που έχει μαγειρευτεί στον αχνό, δηλαδή με ελάχιστο νερό και σε σιγανή φωτιά: Aχνιστά μύδια / λαχανικά. 
[αρχ. ἀτμιστός κατά την εξέλ. ἀτμίζω > αχνίζω]

No comments:

Post a Comment